- παιδιότης
- παιδι-ότης, ητος, ἡ,A childhood, Aq.Ps.109(110).3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδιότης — παιδιότης, ητος, ἡ (Α) [παιδίον ἡ (Α) [παιδίον] η παιδική ηλικία … Dictionary of Greek